ἑδραίων

ἑδραίων
ἑδραί̱ων , ἑδραῖος
sitting
fem gen pl
ἑδραί̱ων , ἑδραῖος
sitting
masc/neut gen pl
ἑδραί̱ων , ἑδραῖος
sitting
masc/fem/neut gen pl
ἑδραιόω
make stable
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἑδραιόω
make stable
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • κρινοειδής — ές (AM κρινοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρίνο νεοελλ. ζωολ. τα κρινοειδή ομοταξία εδραίων ή ελεύθερων εχινοδέρμων με μακριούς και εύκαμπτους βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ειδής*. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • λουκερνάρια — η ζωολ. γένος εδραίων σταυρομεδουσών τής οικογένειας ucernaridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. lucernaria < νεολατ. lucernaria < λατ. lucerna «λύχνος»] …   Dictionary of Greek

  • πεντρεμίτης — ο (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος έμμισχων εδραίων εχινοδέρμων με ωοειδή ή απιοειδή κάλυκα, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών βλαστοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentremites < penta (< πεντα ) + τρῆμα «οπή, τρύπα»] …   Dictionary of Greek

  • πωγωνοφόρος — α, ο / πωγωνοφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόρος νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα ζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που… …   Dictionary of Greek

  • σέρπουλα — (I) και σερπύλη, η, Ν ζωολ. γένος εδραίων πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων τών εύκρατων και θερμών θαλασσών, αντιπροσωπευτικό τής τάξης σερπουλόμορφα, το οποίο σχηματίζει με έκκριση έναν σκωληκόσχημο ασβεστούχο σωλήνα που προσκολλάται σε όστρακα,… …   Dictionary of Greek

  • σερπουλόμορφα — και σερπυλόμορφα, τα, Ν ζωολ. τάξη εδραίων πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων με αντιπροσωπευτικό γένος τη σέρπουλα (Ι) …   Dictionary of Greek

  • σπειρόρμπις — η, Ν ζωολ. γένος ευρέως διαδεδομένων εδραίων πολυχαίτων τής οικογένειας σερπουλίδες που απαντούν στις παράκτιες περιοχές, όπου ζουν προσκολλημένοι πάνω σε βράχια ή σε φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. spirorbis < spir (< λατ …   Dictionary of Greek

  • τερεβέλλη — η, Ν ζωολ. γένος εδραίων πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων τυπικό τής οικογένειας τερεβελλίδες …   Dictionary of Greek

  • υδροκοράλλια — τα, Ν ζωολ. τάξη θαλάσσιων αποικιακών εδραίων υδροζώων, συγγενικών με την ύδρα, η οποία περιλαμβάνει πολύποδες με ασβεστολιθικό εξωσκελετό, αλλ. πολύπορα ή χιλιόπορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrocorallia (< υδρ[ο] * + λατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”